Αρχική Σελίδα |  Skip navigations |  日本語
 

O πολιτισμός των αρχαίων τύμβων

 
IAΠΩΝΙΑ, Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ:

Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου
Ιστορικός Απωανατολικής Τέχνης


3. O πολιτισμός των αρχαίων τύμβων

Τους πολιτισμούς Τζομόν και Γιαγιόι διαδέχτηκε, γύρω στον 3ο με 4ο αι. μ.Χ, ο πολιτισμός της εποχής Κοφούν, που συνδέθηκε με την ανάδειξη του βασιλείου του Γιαμάτο.

Το βασίλειο του Γιαμάτο επικεντρωνόταν στην περιοχή Κίνκι (περιοχή Νάρα, Κυότο κτλ., στο κέντρο περίπου της Χόνσου. Bλ. Κεφ. 1) και επεκτάθηκε συνενώνοντας κάτω από την εξουσία του πολυάριθμα κρατίδια που είχαν σχηματιστεί κατά τη διάρκεια της περιόδου Γιαγιόι. Η ισχύς του εκτεινόταν σε μεγάλη ακτίνα, όπως δείχνουν ταφικά μνημεία της εποχής, που απαντούν από την Κυούσου ως τη βορειοανατολική Χόνσου (περιοχή Τόχοκου). Έτσι, η ονομασία Γιαμάτο επικυρώθηκε ως ταυτόσημη με την αρχαία Ιαπωνία και σε επέκταση, χρησιμοποιείται ως δηλωτική μιας πολιτιστικής παράδοσης ντόπιας ή ιαπωνοποιημένης στο χαρακτήρα της, που αναπτύχθηκε στις κατοπινές εποχές, σε φιλική ή αντιθετική συνύπαρξη με άλλες, εισαγόμενες κατά καιρούς πολιτιστικές παραδόσεις.

Τα ταφικά μνημεία που προσιδιάζουν στην εποχή αυτή είναι γνωστά ως "αρχαίοι τύμβοι" (κο-φουν) και έδωσαν το όνομά τους στον πολιτισμό της περιόδου. Είναι γενικά επιβλητικές κατασκευές, που περιβάλλονταν από τάφρους και χρησιμοποιούνταν για τον ενταφιασμό σημαντικών προσώπων. Έχουν ένα πολύ χαρακτηριστικό σχήμα, που στην ιαπωνική προσδιορίζεται ως "ορθογώνιο μπροστά και στρογγυλό πίσω" και στη δυτική ορολογία συνοψίζεται στην έκφραση "τάφοι σε σχήμα κλειδαρότρυπας". Μεγαλοπρεπέστεροι όλων είναι οι τύμβοι που αντιστοιχούν σε αυτοκρατορικά μαυσωλεία.

Στην Κυούσου, στην ύστερη φάση της εποχής Κοφούν, απαντά και μια άλλη κατηγορία ταφικών μνημείων που απηχούν τον τύπο των γνωστών μεγαλιθικών ντολμέν. Κάποια από αυτά περιείχαν λίθινες σαρκοφάγους, καθώς και τοιχογραφίες που προσφέρουν ενδιαφέροντα δείγματα πρώιμης (προβουδδικής) ζωγραφικής: Οι παραστάσεις είναι σε χρώμα κόκκινο, μαύρο, κίτρινο της ώχρας, λευκό και πράσινο. Τα θέματα τους περιλαμβάνουν άλογα, ιπποκόμους, πουλιά, βάρκες, δέντρα, αλλά και μοτίβα όπως σπείρες, ομόκεντρους κύκλους κ.α. και είχαν προφανώς νεκρικό/τελετουργικό χαρακτήρα.


Πολύ ανεπτυγμένες φαίνεται πως ήταν οι κατοικίες της εποχής. Όπως δείχνουν πολυάριθμα πήλινα ομοιώματα που προέρχονται από τους τύμβους, οι οικίσκοι είχαν κατά κανόνα ορθογώνιο σχήμα με είσοδο από τη μακριά πλευρά, δάπεδο περισσότερο ή λιγότερο υπερυψωμένο, παράθυρα και στέγη αετωματική ή τετράπλευρη, με πολλές και συχνά περίπλοκες παραλλαγές. Στον πηλό μπορεί επίσης να είναι αποδοσμένα, με εγχαράξεις ή και ανάγλυφα, τα ξύλινα δοκάρια - λοξά, οριζόντια ή σταυρωτά - που προστάτευαν και μαζί κοσμούσαν τους τοίχους και την κορυφή της στέγης.

Υπήρχαν επίσης οικίσκοι ή αποθήκες που υψώνονται σε ψηλούς πασσάλους, σύμφωνα με μια μέθοδο πανάρχαιη όσο και σύγχρονη, που τη γνωρίζουμε από ασιατικές και ευρωπαϊκές περιοχές όσο και από το χώρο μας, από προϊστορικούς λιμναίους οικίσκους όπως του Δησπηλίου Καστοριάς ως τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου ή τις σημερινές Φιλιππίνες. Στην Ιαπωνία, ο τύπος ονομάζεται "κουρά" και φαίνεται να έχει εισαχθεί από την Κίνα. Οι οικίσκοι υψώνονταν πάνω από το στερεό έδαφος, όπου μπήγονταν οι πάσσαλοι, και η πρόσβαση γινόταν με σκαλίτσες, όπως δείχνει π.χ. παράσταση που σώζεται σε χάλκινο καθρέφτη της εποχής.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ανθρωπόμορφα πήλινα ειδώλια που τοποθετούνται σε ομόκεντρους κύκλους στους αρχαίους τύμβους. Ονομάζονται χανίουα (κύλινδροι) και στο κατώτερο μέρος τους είναι συνήθως διαμορφωμένα σαν κύλινδροι που μπήγονταν μέσα στο χώμα. Πολλά χανίουα ξεπερνούν σε ύψος το ένα μέτρο. Η ποικιλία των μορφών τους (κυρίες της αυλής, ιέρειες, γυναίκες και άνδρες σε διάφορες οικιακές ή αγροτικές εργασίες, ιπποκόμοι, πολεμιστές, χορευτές, μουσικοί κ.α.), η λεπτομερής απόδοση του οπλισμού, των ενδυμασιών και των κοσμημάτων τους και η εκπληκτική ζωντάνια της έκφρασης τους, που επιτυγχάνεται με τα πιο απλά μέσα, γίνονται μοναδική πηγή πληροφοριών για την εμφάνιση, τη ζωή και τον πολιτισμό των ανθρώπων της εποχής Κοφούν.

Εκφραστικότατα είναι και τα ζωόμορφα χανίουα - άλογα κυρίως αλλά και σκυλάκια κοτόπουλα, πίθηκοι, ελάφια, ψάρια κ.α. Υπάρχουν επίσης, εκτός από τους οικίσκους που προαναφέρθηκαν, χανίουα που εικονίζουν διάφορα αντικείμενα, σχετικά με την επίγεια παρουσία ή το μετά θάνατον ταξίδι του νεκρού, π.χ. ασπίδες, βάρκες, πουλιά, αλεξήλια (τελετουργικές ομπρέλες ηλίου) κτλ. Πολλά από αυτά τα χανίουα μπορούμε να τα θεωρήσουμε πήλινες αντιστοιχίες των ζωγραφικών θεμάτων των τάφων της Κυούσου που μνημονεύτηκαν πιο πάνω ή και αντίστροφα.


Τα μετάλλινα ευρήματα της εποχής περιλαμβάνουν καθρέφτες, στέμματα και κοσμήματα συχνά χρυσά, εξαρτήματα οπλισμού που δείχνουν ότι συνηθιζόταν η επιχρύσωση κ.α. Κάποια από αυτά τα ευρήματα είναι εισηγμένα, ή παρουσιάζουν αντιστοιχίες με αντικείμενα του ηπειρωτικού ασιατικού χώρου. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι χάντρες μαγκατάμα και τα τυπικά της περιόδου σταχτιά κεραμεικά σουέκι, που εισάγονται από την Κορέα και πιστεύεται ότι περιλαμβάνονταν στα κτερίσματα των νεκρών.

Ο πολιτισμός της εποχής Κοφούν, που αναδείχτηκε ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αι. μ.Χ., είναι ο τελευταίος προβουδδικός πολιτισμός που γνώρισε η Ιαπωνία. Χαρακτηρίζεται άλλοτε ως προϊστορικός και συνηθέστερα ως πρωτοϊστορικός. Γνωρίζουμε ότι στη διάρκειά του οι Ιάπωνες ήρθαν, μέσω της Κορέας, σε επαφή με την ιδεογραφική κινεζική γραφή και τα κλασικά κινεζικά κείμενα. Αλλά η μεγάλη διάδοση της γραφής σημειώθηκε από την επόμενη εποχή, μετά την είσοδο της βουδδικής θρησκείας στη χώρα (το 538 από την Κορέα, κατά την παραδοσιακή εκδοχή) και σε συνάρτηση με τη διάδοση και μετάφραση των ιερών κειμένων του βουδδισμού.

Γραπτά σχόλια σε τέτοια κείμενα σώζονται και από το χέρι της λαμπρότερης ιστορικής μορφής της αρχαίας Ιαπωνίας, του πρίγκιπα Σότοκου, αντιβασιλιά στην περίοδο της ηγεμονίας της Σουίκο (592-628), που ανέδειξε και υποστήριξε επίσημα τον βουδδισμό, αξιοποιώντας τον πολλαπλά - ως θρησκευτική πίστη, ως κοινωνικά οργανωμένο σύστημα, ως καλλιτεχνική έκφραση. Συνέπεια της στάσης του Σότοκου ήταν να σημειωθεί, από τις εποχές Ασουκά και Χακουχό (βλ. Κεφ. Ι) και ακόμη περισσότερο στη συνέχεια, μια μεγάλη άνθηση στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική και γενικά, όλη την τέχνη τη συνυφασμένη με το βουδδισμό.

Παράλληλα, ωστόσο, επιβίωνε και αναπτυσσόταν περισσότερο ή λιγότερο και η σιντοϊστική θρησκευτική τέχνη, που ήταν συναρτημένη με τη γηγενή παράδοση. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τα σιντοϊστικά ιερά, που έχουν βεβαίως μια ιστορία πολύ αρχαιότερη των βουδδικών ναών. Οι ρίζες των σιντοϊστικών ιερών συνυφαίνονται με τον πολιτισμό των αρχαίων τύμβων και της προγενέστερης εποχής Γιαγιόι, μολονότι σε μεταγενέστερες εποχές τα ιερά και η λατρεία τους δέχτηκαν, στον καλλιτεχνικό και το θρησκευτικό ακόμη τομέα, δευτερεύοντα χαρακτηριστικά και συγκερασμούς οφειλόμενους σε βουδδιστικές επιδράσεις.

 
Το κείμενο αυτό συνέγραψε η Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου κατά παράκληση της Ιαπωνικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Απαγορεύεται η χρήση του χωρίς προηγούμενη γραπτή επικοινωνία με τη συγγραφέα. Οι απόψεις που εκφράζονται δεν απηχούν κατανάγκην επίσημες απόψεις της πρεσβείας ή της κυβερνήσεως.



 
 

 
       

        
        

          

Copyright (c) : 2014 Embassy of Japan in Greece
46 Ethnikis Antistasseos Str., 152-31 Halandri, Athens
Phone : +30-210-6709900 (Central) | Fax : +30-210-6709980