Η χώρα βρίσκεται στην απώτατη άκρη της βορειοανατολικής Ασίας,
ανατολικά της Κίνας και της Κορέας, περιοχών με τις οποίες
συναποτελεί ό,τι εμείς ονομάζουμε ΄Απω Ανατολή. Χωρίζεται
όμως από την ασιατική ήπειρο με τη θάλασσα της Ιαπωνίας, γιατί
είναι χώρα νησιωτική. Από τα περίπου 3.900 μικρά και μεγαλύτερα
νησιά που την αποτελούν, τα τέσσερα κυριότερα, που απλώνονται
σαν ημισέληνος από τη Σιβηρική περιοχή προς τον Ειρηνικό ωκεανό,
είναι η Χοκκάιντο, η Χόνσου, η Σικόκου και η Κυούσου.
Στην Χόνσου βρίσκονται η σημερινή πρωτεύουσα, το Τόκυο (το
άλλοτε Έντο), καθώς και πολλές ιστορικές πόλεις, όπως η Νάρα
(η φημισμένη πρωτεύουσα Χεϊτζό του 8ου αι. μ.Χ.), το Κυότο
(αυλική πρωτεύουσα Χεϊάν, από τον 9ο ως τον 19ο αι.), η στρατιωτική
πρωτεύουσα του 13ου αι. Καμακούρα κ.α.
Τις γνωστές σε όλους μας από τη νεότερη ιστορία πόλεις της
Χιροσίμα και του Ναγκασάκι τις μοιράζονται, αντίστοιχα, τα
νησιά Χόνσου και Κυούσου. Στην Χόνσου βρίσκεται, ακόμη, το
ονομαστό βουνό-ηφαίστειο Φούτζι, πηγή έμπνευσης για τη μυθολογική,
λογοτεχνική και καλλιτεχνική παράδοση του τόπου, ήδη από τους
αρχαίους χρόνους. Πολλοί το βλέπουν σαν ένα σύμβολο της Ιαπωνίας,
όπως τις λευκορόδινες κερασιές και τις κατακόκκινες σφενδαμιές,
τυπικές όσο και σαγηνευτικές παρουσίες στα ανοιξιάτικα και
τα φθινοπωρινά ιαπωνικά τοπία.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό και ουσιώδες γνώρισμα του ιαπωνικού
πολιτισμού είναι η ποικιλομορφία του, που απηχείται, συχνά,
ακόμη και στα πολύπλευρα ενδιαφέροντα των Ιαπώνων καλλιτεχνών
και πνευματικών ανθρώπων. Ένας βασικός λόγος γι΄αυτό είναι
ότι κάποιες καίριες πλευρές του πολιτισμού της Ιαπωνίας διαμορφώθηκαν
μέσα από τη διασταύρωση διπλών, αν όχι και πολλαπλών, επιδράσεων.
Τη θρησκευτική πορεία της χώρας-και τη συναρτημένη με αυτήν
πολιτιστική-για παράδειγμα, τη χάραξαν δυο τελείως διαφορετικές
παραδόσεις: η ντόπια θρησκεία, το πανάρχαιο Σίντο ή σιντοϊσμός
(Οδός των Θεών), λατρεία συνδεδεμένη με την αυτοκρατορική
αλλά και με μύθους και πνεύματα της φύσης, όπως η αρχαία ελληνική,
και από την άλλη πλευρά ο βουδδισμός, η ινδικής προέλευσης
θρησκεία του Βούδδα (περ. 563-483 π.Χ.), που με την εξάπλωσή
της στη νότια και ανατολική Ασία κατέληξε να προσεγγίσει και
τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου (αφού πέρασε πρώτα από την
Κίνα και την Κορέα), τον 6ο αι. μ.Χ.
Στην ευρύτερη διαμόρφωση της πολιτιστικής Ιαπωνίας συνέβαλαν,
κατά καιρούς, τουλάχιστον δύο μεγάλοι, διαφορετικής προέλευσης
πολιτισμοί: Ο κινεζικός πολιτισμός, που είναι και ο παλαιότερος,
συνεισέφερε στους Ιάπωνες μεταξύ άλλων φιλοσοφική σκέψη και
κοινωνική οργάνωση, ιδιαίτερα με τις αρχές του κομφουκιανισμού,
πρότυπα λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας και την
ιδεογραφική γραφή. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ακολούθησε, από
την εποχή της Αναγέννησης και μετά, για να διευρυνθεί με την
αμερικανική κυρίως παρουσία, από τον ύστερο 19ο αι. και ως
σήμερα.
Μια εξήγηση για τις ποικιλόμορφες και σημαντικές επιδράσεις
που δέχτηκε η Ιαπωνία, ιδιαίτερα από το γειτονικό της χώρο,
αναζητείται συνήθως στην απομονωμένη γεωγραφική της θέση,
που την ανάγκαζε να επιζητεί όχι μόνο πολιτιστικά στοιχεία
αλλά και πολλές πρώτες ύλες, για τη συντήρηση και την ανάπτυξή
της. Ωστόσο, η γηγενής πολιτιστική πορεία της χώρας σημαδεύτηκε
επίσης, κατά κύριο λόγο, από δύο διαφορετικά εσωτερικά ρεύματα:
αυτό της αυλικής παράδοσης, που συνυφάνθηκε με την υπόσταση
της χώρας ως αυτοκρατορίας, κι αυτό που διαμορφώθηκε στις
αυλές των στρατιωτικών καθεστώτων, π.χ. στα σογκουνάτα των
Ασικάγκα (1336-1573) και των Τοκουγκάουα (1603-1867), σε συνάρτηση
με τις προτιμήσεις των στρατιωτικών ηγεμόνων, των σογκούν,
και τις αρχές και συνήθειες της επίλεκτης τάξης των σαμουράι.
Στα κείμενα που θα ακολουθήσουν θα φανεί, όπως ελπίζω, κι
ένα δεύτερο, εξίσου χαρακτηριστικό και σημαντικό γνώρισμα
του ιαπωνικού πολιτισμού, που είναι η ικανότητά του να αφομοιώνει
ή να συγκεράζει, και να αναπλάθει δημιουργικά, ακόμη και τα
πιο ετερόκλητα γηγενή ή αλλότρια στοιχεία.
Η ιαπωνική πολιτιστική ταυτότητα θα σκιαγραφηθεί από αρκετές
πλευρές, σε ποικίλους τομείς και με αναφορά σε συγκεκριμένες
περιόδους: αρχαία (προβουδδική) Ιαπωνία, περιόδους Άσουκα
(προφ. Άσκα) και Χακουχό (ύστερος 6ος-αρχές 8ου αι.), περίοδο
Νάρα (8ος αι.), περίοδο Χεϊάν (9ος-12ος αι.), περίοδο Καμακούρα
(προφ.Καμάκουρά,13ος-14ος αι.), περίοδο Ασικάγκα ή Μουρομάτσι(προφ.Ασικάγκά
ή Μουρόματσι, κυρίως μεσαιωνική εποχή, 15ος-16ος αι.), περίοδο
Αζούτσι-Μομογιάμα (προφ.Άζουτσι-Μομόγιαμα, μεταβατική εποχή,
τέλη 16ου-αρχές 17ου αι.), περίοδο Τοκουγκάουα ή Έντο (προφ.Τοκούγκαουα
- Εντό, νεότερη εποχή, 17ος-πρώιμος 19ος αι.).
Οι παραπάνω περίοδοι αντιπροσωπεύουν τον λεγόμενο παραδοσιακό
πολιτισμό της Ιαπωνίας. Το έτος-ορόσημο, που σηματοδοτεί το
πέρασμα από την παραδοσιακή στη σύγχρονη εποχή, είναι το 1868,
έτος κατά το οποίο εγκαινιάστηκε και η μόνιμη συνεργασία της
Ιαπωνίας με το δυτικό κόσμο. Η σύγχρονη εποχή υποδηλώνεται
με τις περιόδους ηγεμονίας του εκάστοτε αυτοκράτορα: Μέιτζι
(1868-1912), Ταϊσό (1912-1926), Σόγουα (1926-1989) και τέλος
Χέιγουα, περίοδος που εγκαινιάστηκε με την άνοδο στο θρόνο
του σημερινού αυτοκράτορα Ακιχίτο το 1989 και διανύει, κατά
το 2001, το 13ο έτος της.
Οι επίσημες σχέσεις της Ελλάδας με την Ιαπωνία χρονολογούνται
από το 1899, όταν υπογράφτηκε, ανάμεσα στις δύο χώρες, σύμφωνο
Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας. Το γεγονός έδωσε αφορμή σε
σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων με τις οποίες γιορτάστηκε, στην
Αθήνα και στο Τόκυο κατά την τριετία 1997-1999, η Εκατονταετία
της Ελληνοϊαπωνικής Φιλίας.
Το κείμενο αυτό συνέγραψε η Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου κατά παράκληση της Ιαπωνικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Απαγορεύεται η χρήση του χωρίς προηγούμενη γραπτή επικοινωνία με τη συγγραφέα. Οι απόψεις που εκφράζονται δεν απηχούν κατανάγκην επίσημες απόψεις της πρεσβείας ή της κυβερνήσεως.