Αρχική Σελίδα |  Skip navigations |  日本語 

       Η παραδοσιακή Ιαπωνία στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών

IAΠΩΝΙΑ, Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ:

Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου
Ιστορικός Απωανατολικής Τέχνης


24. Η παραδοσιακή Ιαπωνία στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών — μια εικόνα και μια απότιση φόρου τιμής



Σημείωση: η παρακάτω σκιαγράφηση, με κάποιες προσαρμογές, έχει την αφετηρία της σε κείμενο που διαβάστηκε στην οικία του Ιάπωνα πρέσβη κυρίου Nishibayashi στις 9.1.2015, κατά την τελετή απονομής, στη γράφουσα, του παρασήμου του Τάγματος του Ανατέλλοντος Ηλίου, από τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας (3.11.2014).


Όπως είναι γνωστό, το επίσημο άνοιγμα της Ιαπωνίας στην Δύση χρονολογείται από το 1868 και μετά. Οι Ελληνοϊαπωνικές σχέσεις ξεκίνησαν σχετικά νωρίς, αφού, στις συνθήκες που υπέγραψε η Ιαπωνία με τις μεγάλες Δυτικές δυνάμεις προστέθηκε, ήδη πριν από το τέλος του 19ου αιώνα, και η γνωστή μας συνθήκη “φιλίας, εμπορίου και ναυτιλίας’’ που υπεγράφη με την Ελλάδα. Επιπλέον Ελλάδα και Ιαπωνία βρέθηκαν συνδεδεμένες και μέσα από την χαρισματική προσωπικότητα του Λευκάδιου Χέρν (1850-1904), του Ελληνοϊρλανδού συγγραφέα που χαρακτηρίζεται ως Λευκαδίτης από τη γέννησή του, Κυθήριος από τη μητέρα του τη Ρόζα και Ιάπωνας στην καρδιά του. Πρόσφατα είχα την ευχαρίστηση να ακούσω από τον πρέσβη ε.τ.κ. Κωνσταντίνο Βάσση, τωρινό Α’ Αντιπρόεδρο του Ελληνοϊαπωνικού Συνδέσμου, ότι ετοιμάζει μια μελέτη για το ιστορικό του Συνδέσμου του οποίου οι αρχές, όπως μού έλεγε, ανάγονται στο 1929 και συνδέονται και αυτές με τον Λευκάδιο Χερν.


Οι ιστορικές και λοιπές συνθήκες του πρώιμου εικοστού αιώνα δεν ευνόησαν ιδιαίτερα τη γρήγορη ανάπτυξη των Ελληνοϊαπωνικών σχέσεων. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή συντελέστηκε περισσότερο στο δεύτερο ήμισυ και, ακριβέστερα, στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Αρχικά, οι Έλληνες εξοικειώθηκαν με το Ιαπωνικό θέατρο και με την κοινωνία των σαμουράι, κυρίως μέσα από τα περίφημα ιστορικά έργα του Κουροσάουα. Για να βοηθήσω κι εγώ προς αυτή την κατεύθυνση, μετατράπηκα σε αυτόκλητη δημοσιογράφο για αρκετά χρόνια, παρουσιάζοντας αναλυτικά, σε ετήσια βάση, όλες τις Απωανατολικές, κυρίως Ιαπωνικές εκδηλώσεις-ομιλίες, εκθέσεις κλπ-που λάβαιναν χώρα στην Ελλάδα. Έτσι, σταδιακά, τέχνες όπως η Ιαπωνική ανθοδετική (ικεμπάνα), η τελετουργία του τσαγιού(cha no yu,πολύ δημοφιλής σήμερα), η ζωγραφική της μελάνης (σούμι-ε), τα χαρακτικά ουκίγιο-ε,το τζορούρι και άλλες καταγράφηκαν στη λίστα των οικείων και συχνά πολύ ευχάριστων εμπειριών του ελληνικού κοινού.


Σε πανεπιστημιακό επίπεδο, τα παιδιά της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης (Ρέθυμνο) ήταν τα πρώτα που διδάχθηκαν Ιαπωνική κουλτούρα, στα πλαίσια ενός τριετούς προγράμματος αφιερωμένου στον Ινδικό και Απωανατολικό πολιτισμό. Η αφοσίωση των παιδιών στο προαιρετικό μάθημα υπήρξε υποδειγματική, και το ίδιο συνέβη αργότερα, σ’ ένα άλλο πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποκλειστικά Ιαπωνικό, παρά τις ατελείωτες πρακτικές δυσκολίες. Από τα παιδιά των δύο προγραμμάτων ξεχώρισαν, μεταξύ άλλων, η Ίρις Κρητικού, γνωστή σήμερα από τις καλλιτεχνικές συνεργασίες της με διάφορες γκαλερί της Αθήνας, ο Μάριος Μοϊάνος, σε σεμιναριακή εργασία του οποίου παραπέμπω σε βιβλίο μου, ο Θανάσης Καραφωτιάς, εκπαιδευτικός με μεταπτυχιακό τίτλο Μ.Α (Μaster of Arts).Αυτόκλητη προσθήκη από τη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου, με ελληνικούς και ξένους μεταπτυχιακούς τίτλους, σήμερα και διδακτορικό, ο Ιαπωνολάτρης νέος αρχιτέκτων Θανάσης Ζαγορίσιος. Η Ιαπωνία όχι μόνο χρηματοδότησε το πρόγραμμα των Αθηνών αλλά ήρθε αρωγός και στα δύο πανεπιστημιακά προγράμματα, με δωρεές αγγλικού βιβλιογραφικού υλικού (στην περίπτωση της Αθήνας, επί του αειμνήστου πρέσβη Tadatsuna Yabu και με επιλογή βιβλίων δική του και στην περίπτωση της Κρήτης, με επιλογή μου και μέσω εμού, προς την Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής Σχολής στο Ρέθυμνο, όπου κατατέθηκαν και καταγράφηκαν τα βιβλία).


Τα παιδιά της Κρήτης με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω καλύτερα και τη συμβολή της λογοτεχνίας στην εξοικείωση με την τέχνη, καθώς προσελκύστηκαν στο πρόγραμμα, όπως μου έλεγαν, από λογοτεχνικά έργα που είχαν διαβάσει, όπως Καζαντζάκη και Περλ Μπακ.

Αξιοποίησα την εμπειρία αυτή και έτσι, πριν από το τέλος της δεκαετίας του 1980-1990, παιδιά και κοινό είχαν στη διάθεσή τους, εμπλουτισμένη με πρόσθετες σημειώσεις και βιβλιογραφία, μια σύντομη και πολύ όμορφα γραμμένη ιστορία της Ιαπωνικής λογοτεχνίας για τη μετάφραση της οποίας συνεργάστηκα στενά με τον συγγραφέα, φημισμένο ιαπωνολόγο καθηγητή τότε του Πανεπιστημίου Κολούμπια,Donald Keene.

Σχεδόν αμέσως δημοσιεύτηκε μια άλλη εργασία μου, μια συστηματική παρουσίαση της ποίησης του χαϊκού, όπως την αξιοποιεί σε ένα από τα ταξιδιωτικά του ημερολόγια ,το “Ανεμοδαρμένο ταξίδι’’, ο διάσημος ποιητής και ζωγράφος του 17ου αι. Ματσούο Μπασό. Με το βιβλίο αυτό, το “ποίηση και ζωγραφική στην ιαπωνική τέχνη’’, το κοινό εξοικειώθηκε με την εικονιστική ποίηση του χαϊκού, κάποιοι ποιητές μας χρησιμοποίησαν το ταξιδιωτικό που ανέλυα ως πρότυπο έμπνευσης και προς τιμήν τους το ανέφεραν, και τα πρωτοπόρα στις ιαπωνικές σπουδές παιδιά της Κρήτης έλαβαν, έστω με καθυστέρηση, το αφιέρωμα που δικαιούνταν. Το ρίσκο της έκδοσης ενός τέτοιου βιβλίου, σε τόσο πρώιμη για μας εποχή, το ανέλαβε ένας οραματιστής: ο Τάσος Κόρφης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Τ.Ρομποτή), συγγραφέας και ποιητής ο ίδιος, και μαζί λάτρης της ιαπωνικής κουλτούρας. Σχεδιάσαμε και θα κάναμε πολλά μαζί, αν δεν μας διέκοπτε η πρόωρη εκδημία του.


Στις αρχές της δεκαετίας του 1990-2000, ο ιδιοκτήτης της γκαλερί ΖΥΓΟΣ και του ομώνυμου περιοδικού δημοσίευσε την εκτενή μελέτη μου για το χαϊκού και τη συνδεδεμένη με αυτό ζωγραφική, τη χάιγκα. Ήταν σε μια εποχή που οι Έλληνες ποιητές και καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τα θέματα της σχέσεως του γραπτού λόγου και της εικόνας, όπως φαίνεται από σχετικές δημοσιεύσεις εκείνης της περιόδου. Δε φάνηκε να υπάρχει ενδιαφέρον να συμβάλλω κι εγώ με την Ιαπωνική πλευρά, αλλά καλόδεχτη συνεργασία προέκυψε από τον Σωκράτη Σκαρτσή, άλλον ποιητή και θαυμαστή της Ιαπωνικής κουλτούρας, που δημιούργησε τα ετήσια Συμπόσια Ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Οι Ιαπωνικές απόψεις προβλήθηκαν επανειλημμένα εκεί, όποτε η θεματική ενός Συμποσίου το επέτρεπε, και απέσπασαν κολακευτικά σχόλια, όπως από την ποιήτρια Λύντια Στεφάνου.


Σε μια άλλη κατεύθυνση, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ο βυζαντινολόγος καθηγητής Μιχάλης Κορδώσης, εργατικός και αθόρυβος επιστήμονας, έκανε έρευνες για τις σχέσεις του Βυζαντίου με την Κίνα, την Ινδία και την Ν.Α Ασία, μέσα από τους Δρόμους του Μεταξιού. Ενώσαμε τις προσπάθειές μας, και ανέλαβα να εκπροσωπήσω κι εδώ, στις σχετικές δημοσιεύσεις, την Ιαπωνική παρουσία στην Ελλάδα και επίσης, κάποιες από τις Ιαπωνικές συμβολές στον Κεντροασιατικό Δρόμο του Μεταξιού. Το ίδιο έκανα και στο Α’ Διεθνές Συνέδριο για τις Ελληνικές και Κινεζικές Σπουδές, που έγινε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με πρωτοβουλία του καθηγητή Κορδώση. Αρωγός μου σε αυτή την περίπτωση η Ιαπωνία, από την οποία μου προσφέρθηκε αγγλοϊαπωνικό βιβλιογραφικό υλικό.

Προ ολίγων ετών, σε ένα άρθρο μου στο οποίο επισκοπούσα το γενικά πτωχό ακόμη επίπεδο των Ασιατικών Σπουδών στα περισσότερα ελληνικά πανεπιστήμια (σε αντίθεση με το γεγονός ότι υπάρχουν στην Ελλάδα και ενδιαφέροντα και πολύ δραστήρια Μουσεία Ασιατικής Τέχνης) έκανα λόγο για τη δυνατότητα ίδρυσης ενός αυτόνομου Κέντρου Ασιατικών Σπουδών. Ακριβώς εκείνο τον καιρό, ο καθηγητής Κορδώσης μαζί με μερικά άλλα πρόσωπα, ίδρυαν το Ινστιτούτο Ελληνο-απωανατολικών Σπουδών στα Ιωάννινα. Ο νέος επιστήμων δρ. Στέφανος Κορδώσης καταγράφει τώρα την πλούσια βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου.

Αν και η υγεία μου δεν μου επιτρέπει πλέον να μετέχω όσο ενεργά θα ήθελα στην προσπάθεια, τα μέχρι σήμερα δεδομένα νομίζω ότι επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον αυτού του θεσμού.


Μία άλλη πρωτοποριακή επιστημονική παρουσία στον Ελλαδικό χώρο, που θα θεωρούσα παράλειψή μου να μην αναφέρω, αφορά στα έργα του αειμνήστου φίλου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Δημήτρη Σταθόπουλου, κάποια από τα οποία είχα γνωρίσει στο Μπέρκλεϋ, πριν γνωρίσω και τον ίδιο στην Ελλάδα. Παρατηρώντας μάλιστα ότι οι δημοσιεύσεις Σταθόπουλου για τη Βουδιστική Σχολή της Καθαρής Γης και για το Ζεν χρονολογούνται από τα έτη 1969 και 1971, η δε μελέτη του Ζενισμού είναι αφιερωμένη στον “αείμνηστο διδάσκαλο” Νικόλαο Λούβαρι, εικάζω ότι η Ελλαδική προσέγγιση της Ιαπωνίας στις Θεολογικές Σχολές ξεκίνησε αρκετά πριν από τις δικές μου προσπάθειες και των άλλων προσώπων που αναφέρω για τις Φιλοσοφικές Σχολές.


Διάφοροι οργανισμοί και ιδρύματα, όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ, το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και άλλα, μού ζήτησαν συνεργασία προκειμένου να περιλάβουν στα προγράμματά τους ομιλίες για τον Ιαπωνικό πολιτισμό. Σύμφωνα με το περιοδικό στατιστικών ΙΧΝΕΥΤΗΣ και δημοσιεύσεις όπως του ΕΚΕΒΙ κ.ά, το ενδιαφέρον του κοινού για την Ιαπωνική λογοτεχνία αυξήθηκε εντυπωσιακά. Έγιναν ακόμη και προσπάθειες για μεταφράσεις από τα πρωτότυπα Ιαπωνικά, μάλιστα και μεταφράσεις παραδοσιακών έργων, που βέβαια είχαν προηγουμένως μεταφραστεί στα σύγχρονα Ιαπωνικά. Σε μια άλλη κατεύθυνση, δυνατή ώθηση έλαβε και η Ιαπωνική γλώσσα στη χώρα μας από τις επανειλημμένες εκδόσεις του λεξικού του Βασίλη Κορακιανίτη: ΕΛΛΗΝΟΙΑΠΩΝΙΚΟ Λεξικό και ΙΑΠΩΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ Λεξικό, το “έργο ζωής” ενός σκληρά εργαζόμενου μελετητή.


Στην αυγή της νέας χιλιετίας, ο μορφωτικός ακόλουθος της Ιαπωνικής πρεσβείας στην Αθήνα επεξεργαζόταν μια μέρα έναν τόμο της Ελληνικής Εκπαιδευτικής Εγκυκλοπαίδειας με την οποία συνεργαζόμουνα για αρκετά χρόνια, συνεισφέροντας λήμματα σχετικά με την απωανατολική ιστορία, λογοτεχνία και τέχνη. Ξαφνικά σταμάτησε και με ρώτησε, αν θα με ενδιέφερε να συγγράψω μια σειρά σύντομων άρθρων σχετικών με την Ιαπωνική κουλτούρα, προκειμένου να αναρτηθούν στον ιστοχώρο της Πρεσβείας. Πολύ ευγενικά μού εξήγησε ότι δεν το εννοούσε ως εργασία επί πληρωμή, διότι κάτι τέτοιο τους ήταν απαγορευμένο. Είχα αρχίσει όμως να αντιλαμβάνομαι τη σημασία της ηλεκτρονικής παιδείας για το αμέσως προσεχές μέλλον, τη σημασία που θα αποκτούσε για τις νεότερες γενιές και ιδιαίτερα για τα Ελληνόπουλα της ελληνικής περιφέρειας. Έτσι, δέχτηκα χωρίς δισταγμούς. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σεμινάριο Ιαπωνικής κουλτούρας [www.gr.emb-japan.go.jp] που συγγράφηκε στα επόμενα χρόνια, ένα σύνολο από 18 κεφάλαια και μια ενότητα από 5 κεφάλαια αφιερωμένα στον Λευκάδιο Χερν.


Στο μεταξύ και σε όλη τη δεκαετία του 1990,όπως και μετά στη νέα χιλιετία, ο Λευκάδιος Χερν εξακολουθούσε να γνωρίζει μια συνεχή ανοδική πορεία δημοτικότητας. Πλήθος από μεταφράσεις των αγγλικά γραμμένων έργων του, πλήθος από ομιλίες, συμπόσια κλπ, στα οποία έλαβα μέρος και εγώ, ατομικά ή σε εξαίρετη συνεργασία με τον πρέσβη ε.τ.κ. Κωνσταντίνο Βάσση. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας, το κοινό ήρθε σε επαφή και με προσωπικά αντικείμενα του Λευκάδιου Χερν, που προσφέρθηκαν ως δάνειο από το Μουσείο του στο Ματσούε, και με πρωτοβουλία ενός Συλλόγου που έφερε το όνομά του, έγιναν συζητήσεις για τη δυνατότητα της ίδρυσης ενός Μουσείου του και στη Λευκάδα. Η πρόταση υποστηρίχτηκε θερμά από τον Απόστολο Κακλαμάνη, βετεράνο πρόεδρο της Βουλής και Λευκαδίτη.


Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα στα κατοπινά χρόνια, με συνεργασίες προσώπων και ιδρυμάτων όπως του Αμερικανικού Κολλεγίου κ.α., ενώ ο γνωστός γλύπτης Βαγγέλης Μουστάκας και η σύζυγός του ποιήτρια Ζωή Σαβίνα, δημιούργησαν εξαίρετα έργα στη μνήμη του Λευκάδιου Χερν, που τα αφιέρωσαν στο Μουσείο του Ματσούε. Ο Βαγγέλης Μουστάκας δημιούργησε κι ένα αναμνηστικό μετάλλιο Λευκάδιου Χερν, με αφορμή τους εορτασμούς της 100ετίας της Ελληνοϊαπωνικής συνθήκης φιλίας, ενώ η Ζωή Σαβίνα, πρόσφατα, αφιέρωσε στον Λευκάδιο ένα βιβλίο με χαϊκού. Συγκινητική και η προσπάθεια των Ελλήνων μαθητών και των δασκάλων τους, στην οποία προσκλήθηκα να συνεργαστώ, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της σχολικής Εφορείας Λευκάδας και πέτυχε την έγκριση του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας να ανακηρυχθεί ο Λευκάδιος Χερν θέμα πανελλήνιου σχολικού διαγωνισμού για το 2014.


Ανάλογο με όλη αυτή την κίνηση γύρω από τον Λευκάδιο Χερν και την Ιαπωνία υπήρξε και το ενδιαφέρον των βιβλιοπωλείων και των εκδοτικών οίκων να περιλάβουν στους καταλόγους τους σχετικά βιβλία. Θα αναφέρω ενδεικτικά τρεις περιπτώσεις, μεταξύ αρκετών αξιόλογων.

Πρώτα το λιλιπούτειο ΛΕΜΟΝΙ, το αγαπημένο της νεολαίας, προς την περιοχή του κέντρου Μελίνα Μερκούρη. Είναι απίστευτο το τί κατορθώνει να περιλάβει στο χώρο του, όπου αφθονούν τα Ιαπωνικά βιβλία ποιότητας, κυρίως στην τέχνη.

Ύστερα, το βιβλιοπωλείο που αποκαλώ “το κόσμημα’’ του Πειραιά, η ΑΙΓΗΙΣ. Εκτός από βιβλία υψηλής ποιότητας, διαλέξεις, εκδρομές, μαθήματα γλώσσας και χίλιες δυο άλλες δραστηριότητες, η ακούραστη διευθύντρια της ΑΙΓΗΙΔΟΣ, η κυρία Πολυξένη Κυριακάκη-Παπαστρατή, έχει φιλοξενήσει, επί σειρά ετών, πλήθος Ιαπωνικών εκδηλώσεων, συχνά προηγούμενη και μεγάλων βιβλιοπωλείων της Αθήνας. Ανάμεσα στους εκλεκτούς συνεργάτες της η Λιάνα Σουβαλτζή, η αρχαιολόγος και γνωστή ανασκαφέας της Σίγουα, που έγινε και θιασώτις του Ιαπωνικού θεάτρου.

Η τρίτη περίπτωση αφορά στον αείμνηστο εκδότη Βίκτωρα Παπαζήση. Ο Παπαζήσης, όσο τον εγνώρισα, δεν ανήκε στους εκδότες που προσελκύονται από δηλώσεις στον τύπο και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Προτιμούσε μάλλον να μετατρέπει τα πιστεύω του σε πράξη. Θα έλεγα ότι είχε την εμπειρία και το μορφωτικό επίπεδο να διακρίνει αμέσως τη διαφορά ανάμεσα σε ένα ποιοτικό βιβλίο και σε ένα περιστασιακό best seller.Και αν αποφάσιζε υπέρ του πρώτου, δεν ακολουθούσαν ποτέ δισταγμοί, περιορισμοί ή καθυστερήσεις. Αυτό έγινε και στην περίπτωσή μου και είναι γεγονός ότι, η διαίσθησή του δεν τον ξεγέλασε: Για να αναφέρω δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: για το βιβλίο «Λογοτεχνία και τέχνη της Κίνας», ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ που το προλόγισε, ο αείμνηστος James Cahill,σχολίασε στο διαδίκτυο ότι πρόκειται για βιβλίο που «δεν έχει το όμοιό του ούτε στην Αγγλική βιβλιογραφία». Η έκδοση «ο Άλλος Λευκάδιος Χερν», πάλι, έγινε η αφετηρία για την πρώτη διεθνή συνέντευξη για τον συγγραφέα, που ζητήθηκε διαδικτυακά από το Sydney,για την ομογένεια της Αυστραλίας και τους λοιπούς Έλληνες του εξωτερικού.


Μέχρι τώρα, προσπάθησα να σκιαγραφήσω μια εικόνα της προηλεκτρονικής Ιαπωνίας στον τόπο μας, τις τελευταίες δεκαετίες ─ πώς τη γνώρισα και πώς την αφήνω. Θα ήθελα να τη συμπληρώσω ,για τον ίδιο καιρό, με μια εικόνα και από την Ιαπωνική πλευρά, να πω δηλαδή, πώς έζησα τον ανερχόμενο ρόλο της Ιαπωνίας στα μαθήματα σεβασμού προς τον πολιτισμό.


Στην περίοδο 1973-74,μια Αμερικανοϊαπωνική υποτροφία με έφερε στην Ιαπωνία όπου είχα εγκατασταθεί στη ΧΕΝ του Tokyo(YWCA),κοντά στο Πανεπιστήμιο Μέιτζι. Μόλις έγινε γνωστό ότι μια Ελληνίδα υπήρχε εκεί, μια ομάδα ευγενέστατων κυριών (βουδιστριών όπως μου είπαν) με επισκέφθηκε για να μου ζητήσει, “ τιμής ένεκεν” να εγκαινιάσω την ακαδημαϊκή τους περίοδο, που κατά το Ιαπωνικό σύστημα ξεκινούσε την άνοιξη, με μια διάλεξη για την ελληνική αρχαιολογία. Η αρχαιολογία ήταν ο πρώτος μου κλάδος σπουδών και στις μετακινήσεις μου στο εξωτερικό είχα τη συνήθεια να ταξιδεύω μεταφέροντας πάντοτε μαζί μου ένα κουτί με Ελληνικά slides.Έτσι μόνο κατάφερα να αντεπεξέλθω στη βροχή των ερωτήσεων που μού έκαναν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Μέιτζι που είχαν συγκεντρωθεί να παρακολουθήσουν την αγγλική μου ομιλία, και που ήθελαν να γνωρίσουν τα πάντα: από τις τεχνικές των ανασκαφών ως την οργάνωση της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας! Ύστερα με προσκάλεσαν να επισκεφθώ τις δικές τους ανασκαφές, που με έφεραν κι εμένα σε επαφή με την Ιαπωνία της εποχής Γιαγιόι. Λίγο αργότερα, οι κυρίες της YWCA με παρακάλεσαν να διδάξω και Ελληνική γλώσσα στα μαθήματά τους, για όσο διάστημα θα ήμουν εκεί.

Ανάλογες εμπειρίες με περίμεναν και στο Πανεπιστημιακό Κέντρο όπου φοιτούσα. Στο τέλος του προγράμματος, οι μετέχοντες όφειλαν να παρουσιάσουν μια ομιλία (Ιαπωνική αυτή τη φορά) σε θέμα της εξιδικεύσεώς τους. Για μένα, εξαίρεση: Η απαίτηση-παράκληση ήταν να μιλήσω για την ελληνική μυθολογία! Δεν ήταν ό,τι ευκολότερο στον κόσμο, αλλά με βοήθησαν πολύ.

Και σε αυτήν την περίπτωση ήμουν κι εγώ σε θέση να ανταποδώσω την ευγένειά τους, με ό,τι αποκάλεσαν «ωραία έκπληξη»: Είχα βρει και τους έδειξα σε slides έναν βουδιστικό ναό της εποχής Meiji,του οποίου ο ιδρυτής ήταν οπαδός του παγκόσμιου πολιτισμού. Το εσωτερικό του ναού δεν ήταν προσιτό όταν τον επισκέφθηκα, αλλά ήξερα ότι περιλάμβανε αγάλματα τεσσάρων μεγάλων μορφών που συμβόλιζαν: τον Κομφούκιο, για τον Κινεζικό πολιτισμό, τον Βούδα για τον Ινδοασιατικό πολιτισμό, τον Σωκράτη για την Ελλάδα και τον Καντ για τον νεότερο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό.

Εξηγώντας με σημερινούς όρους τις περιπτώσεις των κυριών της ΧΕΝ του Τόκυο και του προαναφερθέντος ναού θα έλεγα ότι, σε αντίθεση με τα σημερινά θορυβώδη Δυτικά μανιφέστα του Διαδικτύου υπέρ του παγκόσμιου πολιτισμού κλπ, η Ιαπωνία είχε άλλη μια φορά προηγηθεί, θέτοντας σε εφαρμογή το δικό της ιδεώδες σεβασμού του παγκόσμιου πολιτισμού με τον συνήθη απλό τρόπο της, δηλαδή αθόρυβα και αποτελεσματικά.


Σε έναν άλλον τομέα, όταν, πριν λίγο καιρό, γιορτάζαμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1940,δηλαδή την αντίσταση της Ελλάδας κατά της Ιταλίας και αργότερα της Γερμανίας στο Ρούπελ και τα άλλα οχυρά, το Ελληνικό ραδιόφωνο μνημόνευε, ανάμεσα σε αποθεωτικά σχόλια των Ευρωπαίων συμμάχων, κάποιες θαυμαστικές εκφράσεις προερχόμενες από Ιαπωνικές εφημερίδες της εποχής. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι επίσημα, το 1940 Ελλάδα και Ιαπωνία βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ωστόσο η Ιαπωνία δε δίστασε να ομολογήσει δημόσια τον κοινό σεβασμό των δύο χωρών στο ιδεώδες της ανδρείας, και αυτό πάλι δεν ήταν νέο: Ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ιάπωνας πολιτικός Ίτο Χιρομπούμι (1841-1909),σε ένα κείμενό του δημοσιευμένο στην Ιαπωνική το 1908 και στην Αγγλική το 1909,εξηγούσε στους συμπατριώτες του ότι η Ιαπωνία, εκτός από τις οφειλές της στον Κινεζικό και τον Ινδικό πολιτισμό, με τη μεγάλη παράδοσή της των σαμουράι προσέβλεπε στην αισθητική κουλτούρα και την πνευματική λεπτότητα των (αρχαίων) Αθηναίων, καθώς και στο απλό, γενναίο και γεμάτο από αυτοθυσία πνεύμα των (αρχαίων) Σπαρτιατών.


Μιλώντας για τα συναισθήματα των Ιαπώνων για την Ελλάδα, αναφέρθηκα μόλις σε παραδείγματα παρμένα από τον πολιτικό και τον θρησκευτικό κόσμο της Ιαπωνίας. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη πνευματική και ηθική συμπαράσταση που δόθηκε σε μένα, στις προσπάθειές μου για την προώθηση των Ελληνοϊαπωνικών σχέσεων στην Ελλάδα, προήλθε λίγο ή πολύ από παρόμοιες πηγές. Ενδεικτικά αναφέρω: τον μεγάλο λόγιο πολιτικό και ακαδημαϊκό μας Παναγιώτη Κανελλόπουλο • τον πνευματικό του διάδοχο, επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο • τον αείμνηστο πρέσβη μας Δημήτρη Βελισσαρόπουλο, πρόδρομο στις Ελληνικές δημοσιεύσεις για τον Ινδικό και τον Απωανατολικό πολιτισμό • τον Βύρωνα Πολύδωρα, μεταφραστή και σχολιαστή του έργου του I. Nitombe, “Mπουσίντο, ο κώδικας των σαμουράι ” • τη ΧΕΝ (YWCA) Αθηνών, που φιλοξένησε την Απωανατολική διδασκαλία μου για 7 χρόνια • την Εταιρεία Χριστιανικού Θεάτρου, μέσω της οποίας το Ελληνικό κοινό γνώρισε το Ιαπωνικό θέατρο πολύ πριν από τη σημερινή διάδοσή του • τον πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό, τέως καθηγητή του ΕΚΠΑ (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο) και αγαπητότατο Δάσκαλο στους ακροατές της Εταιρείας των Φίλων του Λαού • και βεβαίως την Εταιρεία των Φίλων του Λαού η οποία, περισσότερο από κάθε άλλο φορέα και χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ή περιορισμό, άνοιξε διάπλατα τις πύλες της στο καινοτόμο ─ όπως χαρακτηρίστηκε για την εποχή του ─ διδακτικό πρόγραμμά μου και το φιλοξενεί ανελλιπώς στο Ανοικτό Λαϊκό Πανεπιστήμιό της, προσφέροντας μια σταθερή βάση και στα δικά μου περί διδασκαλίας ιδανικά και στην ανέκαθεν επιθυμία μου να αφιερωθούν οι όποιες γνώσεις μου στην υπηρεσία αυτού του τόπου.

 

Το κείμενο αυτό συνέγραψε η Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου κατά παράκληση της Ιαπωνικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Απαγορεύεται η χρήση του χωρίς προηγούμενη γραπτή επικοινωνία με τη συγγραφέα. Οι απόψεις που εκφράζονται δεν απηχούν κατανάγκην επίσημες απόψεις της πρεσβείας ή της κυβερνήσεως.
 
 

   "Σεμινάριο για την Ιαπωνική Κουλτούρα"
 
 
 Αρχική σελίδα Κορυφή Σελίδας 
 

      

           

        
      

Legal MattersAbout AccessibilityPrivacy Policy
Copyright (c) : 2014 Embassy of Japan in Greece
46 Ethnikis Antistasseos Str., 152-31 Halandri, Athens [ Χάρτης ]
Phone : +30-210-6709900 (Central) | Fax : +30-210-6709980